- κενταουρέα
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centauree < μέσ. λατ. centaurea (< λατ. centaureum) και υστερολατ. centauria < κενταύρειον και κενταυρίη < κένταυρος].
Dictionary of Greek. 2013.